- κηρόξυλο
- (Ceroxylon). Γένος αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των φοινικιδών. Περιλαμβάνει είδη ψηλών και ανθεκτικών στο κρύο φοινίκων των Άνδεων, οι οποίοι παράγουν μία ουσία με σύσταση κεριού, γνωστή με την ονομασία καρναούβα. Ουσία παρόμοιας σύστασης παράγεται και από τα φύλλα ενός άλλου φυτικού είδους της Βραζιλίας (Copernica cerifera), εξυπηρετώντας την προστασία του φυτού ενάντια στους ζεστούς ανέμους και στην ξηρασία. Η καρναούβα αναμειγνύεται με ζωικό λίπος, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή κεριών. Το γνωστότερο από τα είδη είναι το κ. των Άνδεων, που φτάνει σε ύψος τα 60 μ. και έχει φύλλα όμοια με εκείνα της χουρμαδιάς, φύεται δε σε μεγάλο υψόμετρο των Άνδεων του Περού. Εκκρίνει κερί σε άφθονη ποσότητα (κηροξυλίνη), το οποίο μπορεί να σχηματίσει στρώμα πάχους 1 εκ. κατά μήκος του κορμού.
* * *τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών φοινικιδών τα οποία εκκρίνουν κερί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceroxylon < cero- (πρβλ. κηρός) + -xylon (πρβλ. ξύλον). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν του Ν. Γ. Πολίτη].
Dictionary of Greek. 2013.